Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατσάβραχο τα κατσάβραχα
      γενική του κατσάβραχου των κατσάβραχων
    αιτιατική το κατσάβραχο τα κατσάβραχα
     κλητική κατσάβραχο κατσάβραχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατσάβραχο < κατσίκι + -ο- + βράχος + -ο (έχει επίσης προταθεί: < *ακανθόβραχος & < *κατάβραχο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατσάβραχο ουδέτερο

  1. απόκρημνος βράχος
  2. (στον πληθυντικό) κατσάβραχα: βραχώδης, απόκρημνος τόπος, που είναι δύσβατος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία