• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

τραγογένης

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Προφορά
      • 1.3.1 Δείτε επίσης
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραγογένης οι τραγογένηδες
      γενική του τραγογένη των τραγογένηδων
    αιτιατική τον τραγογένη τους τραγογένηδες
     κλητική τραγογένη τραγογένηδες
όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τραγογένης < τράγ(ος) + -ο- + γέν(ι) + -ης

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τραγογένης αρσενικό

  • (υβριστικό, συνήθως για παπά) που έχει μυτερό γένι σαν του τράγου

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾa.ɣoˈʝe.nis/

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • ασπρογένης
  • κοκκινογένης
  • μαυρογένης
  • τραγόπαπας
  • → και δείτε τη λέξη τράγος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    τραγογένης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τραγογένης&oldid=5003944"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Μαρτίου 2021, στις 10:14

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Μαρτίου 2021, στις 10:14.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie