τραγογένης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τραγογένης αρσενικό
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾa.ɣoˈʝe.nis/
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ασπρογένης
- κοκκινογένης
- μαυρογένης
- τραγόπαπας
- → και δείτε τη λέξη τράγος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τραγογένης