γνωστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γνωστικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γνωστικός [1] → δείτε και τη λέξη Γνωστικοί
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣno.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνω‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαγνωστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στη γνώση ή στη διαδικασία με την οποία αποκτάται
- ⮡ γνωστικό αντικείμενο
- ⮡ γνωστική ψυχολογία
- ο συνετός
- ⮡ γνωστική απόφαση, γνωστικός άνθρωπος
- (φιλοσοφία) γνωστικιστικός, που αναφέρεται ή ακολουθεί τη διδασκαλία του γνωστικισμού
- (ψυχολογία, φιλοσοφία) που σχετίζεται με σκέψη και εγκεφαλικές διεργασίες
- οι συνθήκες και οι μηχανισμοί της νόησης
- ⮡ οι γνωστικές διεργασίες του εγκεφάλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία γνωστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγνωστικός αρσενικό
- ο οπαδός της διδασκαλίας του γνωστικισμού
- → δείτε τη λέξη Γνωστικοί
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γνωστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας