Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γνωστικός η γνωστική το γνωστικό
      γενική του γνωστικού της γνωστικής του γνωστικού
    αιτιατική τον γνωστικό τη γνωστική το γνωστικό
     κλητική γνωστικέ γνωστική γνωστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γνωστικοί οι γνωστικές τα γνωστικά
      γενική των γνωστικών των γνωστικών των γνωστικών
    αιτιατική τους γνωστικούς τις γνωστικές τα γνωστικά
     κλητική γνωστικοί γνωστικές γνωστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνωστικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γνωστικός [1] → δείτε και τη λέξη Γνωστικοί

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣno.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνω‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

γνωστικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στη γνώση ή στη διαδικασία με την οποία αποκτάται
    γνωστικό αντικείμενο
    γνωστική ψυχολογία
  2. ο συνετός
    γνωστική απόφαση, γνωστικός άνθρωπος
  3. (φιλοσοφία) γνωστικιστικός, που αναφέρεται ή ακολουθεί τη διδασκαλία του γνωστικισμού
  4. (ψυχολογία, φιλοσοφία) που σχετίζεται με σκέψη και εγκεφαλικές διεργασίες
  5. οι συνθήκες και οι μηχανισμοί της νόησης
    οι γνωστικές διεργασίες του εγκεφάλου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γνωστικός αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία