μαυρογένης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαυρογένης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαυρογένης. Συγχρονικά αναλύεται σε μαυρο- + -γένης (γένι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.vɾoˈʝe.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαυ‐ρο‐γέ‐νης
Επίθετο επεξεργασία
μαυρογένης μόνο αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- Μαυρογένης και Μαυρογένους (ελληνικά επώνυμα)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαυρογένης
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μαυρογένης μόνο αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
- μαυρογενούδης (που έχει κάπως μαύρο γένι)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ἀσπρογένης
- κακογένης
- → και δείτε τις λέξεις μαυρο- και -γένης
Πηγές επεξεργασία
- μαυρογένης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].