Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραγίσιος η τραγίσια το τραγίσιο
      γενική του τραγίσιου της τραγίσιας του τραγίσιου
    αιτιατική τον τραγίσιο την τραγίσια το τραγίσιο
     κλητική τραγίσιε τραγίσια τραγίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραγίσιοι οι τραγίσιες τα τραγίσια
      γενική των τραγίσιων των τραγίσιων των τραγίσιων
    αιτιατική τους τραγίσιους τις τραγίσιες τα τραγίσια
     κλητική τραγίσιοι τραγίσιες τραγίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραγίσιος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τραγίσιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία