τράγιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τράγιος | η | τράγια | το | τράγιο |
γενική | του | τράγιου | της | τράγιας | του | τράγιου |
αιτιατική | τον | τράγιο | την | τράγια | το | τράγιο |
κλητική | τράγιε | τράγια | τράγιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τράγιοι | οι | τράγιες | τα | τράγια |
γενική | των | τράγιων | των | τράγιων | των | τράγιων |
αιτιατική | τους | τράγιους | τις | τράγιες | τα | τράγια |
κλητική | τράγιοι | τράγιες | τράγια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τράγιος < ελληνιστική κοινή τράγιος[1] [2] < αρχαία ελληνική τράγος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtra.ʝios/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρά‐γιος
Επίθετο
επεξεργασίατράγιος, -α, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τράγος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τράγιος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τράγιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ τράγιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)