ανάθεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανάθεμα < (ελληνιστική κοινή) ἀνάθεμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάθεμα ουδέτερο
- η κατάρα
- ο αφορισμός εντός της εκκλησιαστικής κοινωνίας
- (παρωχημένο) σωρός από πέτρες που έριχναν οι διαβάτες, σε τόπο εγκλήματος, λέγοντας "ανάθεμα" (αφιέρωμα)