Δείτε επίσης: ἀνάθεμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάθεμα τα αναθέματα
      γενική του αναθέματος των αναθεμάτων
    αιτιατική το ανάθεμα τα αναθέματα
     κλητική ανάθεμα αναθέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανάθεμα ουδέτερο

  1. η κατάρα
      «Ένα παιδί μας αξίωσε ο Θεός να κάνουμε Αναστάση» με λέει «και κείνο μας το πήρε η ξενιτιά. Ανάθεμα τον τόπο μας που δε μπορεί να τρέψει τα παιδιά του (Δημήτριος Βασιλειάδης, Ένας αλλιώτικος κόσμος, Ταξίδι στο Σινσινάτι (Τρίτο τριλογίας) )
  2. ο αφορισμός εντός της εκκλησιαστικής κοινωνίας
  3. (παρωχημένο) σωρός από πέτρες που έριχναν οι διαβάτες, σε τόπο εγκλήματος, λέγοντας "ανάθεμα" (αφιέρωμα)
     συνώνυμα: αναθεματούρι

Μεταφράσεις

επεξεργασία