ανάθεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανάθεμα < (ελληνιστική κοινή) ἀνάθεμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανάθεμα ουδέτερο
- η κατάρα
- ※ «Ένα παιδί μας αξίωσε ο Θεός να κάνουμε Αναστάση» με λέει «και κείνο μας το πήρε η ξενιτιά. Ανάθεμα τον τόπο μας που δε μπορεί να τρέψει τα παιδιά του (Δημήτριος Βασιλειάδης, Ένας αλλιώτικος κόσμος, Ταξίδι στο Σινσινάτι (Τρίτο τριλογίας) )
- ο αφορισμός εντός της εκκλησιαστικής κοινωνίας
- (παρωχημένο) σωρός από πέτρες που έριχναν οι διαβάτες, σε τόπο εγκλήματος, λέγοντας "ανάθεμα" (αφιέρωμα)