Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δήλωση οι δηλώσεις
      γενική της δήλωσης* των δηλώσεων
    αιτιατική τη δήλωση τις δηλώσεις
     κλητική δήλωση δηλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δηλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δήλωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δήλωση θηλυκό

  1. ρητή έκφραση κάποιας πληροφορίας, είτε γραπτά είτε προφορικά, με ενημερωτικό χαρακτήρα
    η δήλωση του υπουργού προκάλεσε αναστάτωση ανάμεσα στους βουλευτές
  2. γραπτός ισχυρισμός ή καταγραφή πληροφοριών που γίνεται επίσημα για την μετέπειτα αναφορά από άλλους (συχνά από κρατικές αρχές)
    φορολογική δήλωση, δήλωση συμμετοχής
    δήλωση ειλικρίνειας: Παλαιότερη ονομασία της σημερινής Υπεύθυνης Δήλωσης
    δήλωση 1509: Παλαιότερη ονομασία της σημερινής Υπεύθυνης Δήλωσης, βασισμένη στον τότε αριθμό της
  3. (προγραμματισμός) (για μεταβλητή) ο ορισμός του ονόματος (identifier) και του τύπου δεδομένων μεταβλητής

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία