Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνωστοποίηση οι γνωστοποιήσεις
      γενική της γνωστοποίησης* των γνωστοποιήσεων
    αιτιατική τη γνωστοποίηση τις γνωστοποιήσεις
     κλητική γνωστοποίηση γνωστοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γνωστοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνωστοποίηση < γνωστοποιώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γνωστοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία