γνωστοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γνωστοποίηση | οι | γνωστοποιήσεις |
γενική | της | γνωστοποίησης* | των | γνωστοποιήσεων |
αιτιατική | τη | γνωστοποίηση | τις | γνωστοποιήσεις |
κλητική | γνωστοποίηση | γνωστοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γνωστοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γνωστοποίηση < γνωστοποιώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γνωστοποίηση θηλυκό
- η ενημέρωση αρμοδίων, υπευθύνων ή γενικά του πολίτη για κάτι που χρειάζεται να ξέρει, η κοινοποίηση, η ανακοίνωση
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γνωστοποίηση
Πηγές
επεξεργασία
- γνωστοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γνωστοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)