↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενημέρωση οι ενημερώσεις
      γενική της ενημέρωσης* των ενημερώσεων
    αιτιατική την ενημέρωση τις ενημερώσεις
     κλητική ενημέρωση ενημερώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενημερώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενημέρωση < ενημερώνω + -ση < ενήμερος + -ώνω < εν + ημέρα < αρχαία ελληνική ἡμέρα < ἦμαρ (ημέρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.niˈme.ɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νη‐μέ‐ρω‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενημέρωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία