upgrade
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
upgrade | upgrades |
upgrade (en)
- (πληροφορική) η συνολική αναβάθμιση, υλικού (hardware) και λογισμικού (software)
- (λογισμικό) αναβάθμιση προγράμματος, εφαρμογής, κλπ.
- Διαφέρει από το update (ενημέρωση)
- ≠ αντώνυμα: clean install
- η αναβάθμιση, η ενέργεια του να βελτιώνω η κατάσταση ενός κτιρίου κτλ, για να παρέχω καλύτερης υπηρεσίας
- ⮡ The new measures are related to the residential upgrades in the area.
- Τα νέα μέτρα σχετίζονται με την οικιστική αναβάθμιση της περιοχής.
- ⮡ The new measures are related to the residential upgrades in the area.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | upgrade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | upgrades |
αόριστος | upgraded |
παθητική μετοχή | upgraded |
ενεργητική μετοχή | upgrading |
upgrade (en)