αναβάθμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναβάθμιση | οι | αναβαθμίσεις |
γενική | της | αναβάθμισης* | των | αναβαθμίσεων |
αιτιατική | την | αναβάθμιση | τις | αναβαθμίσεις |
κλητική | αναβάθμιση | αναβαθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβαθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναβάθμιση < (καθαρεύουσα) ἀναβάθμι(σις) + -ση < αναβαθμίζω αναβαθμι- + -ση[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈva.θmi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βάθ‐μι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναβάθμιση θηλυκό
- η βελτίωση κάποιου χαρακτηριστικού ή προσθήκη κάποιου νέου
- (γεωπονία) η αναβαθμίδωση, η δημιουργία αναβαθμίδων
- (πληροφορική) upgrade: η σημαντική βελτίωση, υλικού (hardware) και λογισμικού (software)
- (λογισμικό) η αντικατάσταση λογισμικού με νεώτερη έκδοση ή με άλλο πιο βελτιωμένο ή η προσθήκη λειτουργικότητας που αγοράζεται ξεχωριστά
- σημείωση: διαφέρει από την απλή ενημέρωση (update)
- ≠ αντώνυμα: καθαρή εγκατάσταση
- (υλικό υπολογιστή) η επέκταση του συστήματος με βελτίωση των πόρων του (μνήμη, επεξεργαστές, περιφεριακά, κλπ.) ή η πλήρης αντικατάστασή του με ένα μεγαλύτερο
- (λογισμικό) η αντικατάσταση λογισμικού με νεώτερη έκδοση ή με άλλο πιο βελτιωμένο ή η προσθήκη λειτουργικότητας που αγοράζεται ξεχωριστά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναβάθμιση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αναβάθμιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας