αναβάθμιση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναβάθμιση < αναβαθμίζω αναβαθμι- + -ση
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naˈvaθ.mi.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναβάθμιση θηλυκό
- βελτίωση κάποιου χαρακτηριστικού ή προσθήκη κάποιου νέου
- (γεωπονία) η αναβαθμίδωση, η δημιουργία αναβαθμίδων
- (πληροφορική) upgrade: η σημαντική βελτίωση, υλικού (hardware) και λογισμικού (software)
- (λογισμικό) η αντικατάσταση λογισμικού με νεώτερη έκδοση ή με άλλο πιο βελτιωμένο ή η προσθήκη λειτουργικότητας που αγοράζεται ξεχωριστά
- (υλικό υπολογιστή) η επέκταση του συστήματος με βελτίωση των πόρων του (μνήμη, επεξεργαστές, περιφεριακά, κλπ.) ή η πλήρης αντικατάστασή του με ένα μεγαλύτερο
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναβάθμιση