αναβαθμίδωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναβαθμίδωση | οι | αναβαθμιδώσεις |
γενική | της | αναβαθμίδωσης | των | αναβαθμιδώσεων |
αιτιατική | την | αναβαθμίδωση | τις | αναβαθμιδώσεις |
κλητική | αναβαθμίδωση | αναβαθμιδώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίααναβαθμίδωση < ανα- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναβαθμίδωση θηλυκό
- (γεωπονία) η διαμόρφωση βαθμίδων, τεχνητή διαβάθμιση σαν σκαλοπάτια σε λόφους για πλήρη αγροτική εκμετάλλευσή τους