↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναβαθμίδωση οι αναβαθμιδώσεις
      γενική της αναβαθμίδωσης των αναβαθμιδώσεων
    αιτιατική την αναβαθμίδωση τις αναβαθμιδώσεις
     κλητική αναβαθμίδωση αναβαθμιδώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αγροτική έκταση με αναβαθμίδωση

  Ετυμολογία

επεξεργασία

αναβαθμίδωση < ανα- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναβαθμίδωση θηλυκό

  • (γεωπονία) η διαμόρφωση βαθμίδων, τεχνητή διαβάθμιση σαν σκαλοπάτια σε λόφους για πλήρη αγροτική εκμετάλλευσή τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία