Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mise à niveau < → δείτε τις λέξεις mise, à και niveau

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
mise à niveau mises à niveau

mise à niveau (fr) θηλυκό