Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
mise à jour
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Δείτε επίσης
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
mise à jour
<
mise
+
à
+
jour
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
miz‿a⋅ʒuʁ
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
mise à jour
mises à jour
mise à jour
(fr)
θηλυκό
η
ενημέρωση
η
αναβάθμιση
η
επικαιροποίηση
Συγγενικά
επεξεργασία
mettre à jour
Δείτε επίσης
επεξεργασία
à jour