επικαιροποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επικαιροποίηση | οι | επικαιροποιήσεις |
γενική | της | επικαιροποίησης | των | επικαιροποιήσεων |
αιτιατική | την | επικαιροποίηση | τις | επικαιροποιήσεις |
κλητική | επικαιροποίηση | επικαιροποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επικαιροποίηση < επικαιροποιώ, επικαιροποιη- + -ση (-ποίηση), απόδοση για την αγγλική update [1]
Προφορά}
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ce.ɾoˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐και‐ρο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπικαιροποίηση θηλυκό
- η αλλαγή ενός κειμένου, ή άλλων στοιχείων γενικότερα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη επίκαιρος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «επικαιροποιώ (& επικαιροποίηση)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)