ζεσταίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζεσταίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζεσταίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zeˈste.no.me/
Ρήμα
επεξεργασίαζεσταίνομαι
- δέχομαι θερμότητα από εξωτερική πηγή και ανεβαίνει η θερμοκρασία μου
- βάλε το φαΐ στο φούρνο να ζεσταθεί λίγο
- νιώθω στο σώμα μου τη ζέστη του περιβάλλοντος
- ζεστάθηκε και έβγαλε το παλτό του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ζεστός
Συνώνυμα
επεξεργασίαέννοια "αισθάνομαι υπερβολική ζέστη"
- βγάζω τη μπέμπελη
Αντώνυμα
επεξεργασίαέννοια "αισθάνομαι ζέστη"
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζεσταίνομαι | ζεσταινόμουν(α) | θα ζεσταίνομαι | να ζεσταίνομαι | ||
β' ενικ. | ζεσταίνεσαι | ζεσταινόσουν(α) | θα ζεσταίνεσαι | να ζεσταίνεσαι | (ζεσταίνου) | |
γ' ενικ. | ζεσταίνεται | ζεσταινόταν(ε) | θα ζεσταίνεται | να ζεσταίνεται | ||
α' πληθ. | ζεσταινόμαστε | ζεσταινόμαστε ζεσταινόμασταν |
θα ζεσταινόμαστε | να ζεσταινόμαστε | ||
β' πληθ. | ζεσταίνεστε | ζεσταινόσαστε ζεσταινόσασταν |
θα ζεσταίνεστε | να ζεσταίνεστε | (ζεσταίνεστε) | |
γ' πληθ. | ζεσταίνονται | ζεσταίνονταν ζεσταινόντουσαν |
θα ζεσταίνονται | να ζεσταίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζεστάθηκα | θα ζεσταθώ | να ζεσταθώ | ζεσταθεί | ||
β' ενικ. | ζεστάθηκες | θα ζεσταθείς | να ζεσταθείς | ζεστάσου | ||
γ' ενικ. | ζεστάθηκε | θα ζεσταθεί | να ζεσταθεί | |||
α' πληθ. | ζεσταθήκαμε | θα ζεσταθούμε | να ζεσταθούμε | |||
β' πληθ. | ζεσταθήκατε | θα ζεσταθείτε | να ζεσταθείτε | ζεσταθείτε | ||
γ' πληθ. | ζεστάθηκαν ζεσταθήκαν(ε) |
θα ζεσταθούν(ε) | να ζεσταθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ζεσταθεί | είχα ζεσταθεί | θα έχω ζεσταθεί | να έχω ζεσταθεί | ζεσταμένος | |
β' ενικ. | έχεις ζεσταθεί | είχες ζεσταθεί | θα έχεις ζεσταθεί | να έχεις ζεσταθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ζεσταθεί | είχε ζεσταθεί | θα έχει ζεσταθεί | να έχει ζεσταθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ζεσταθεί | είχαμε ζεσταθεί | θα έχουμε ζεσταθεί | να έχουμε ζεσταθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ζεσταθεί | είχατε ζεσταθεί | θα έχετε ζεσταθεί | να έχετε ζεσταθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ζεσταθεί | είχαν ζεσταθεί | θα έχουν ζεσταθεί | να έχουν ζεσταθεί |