↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζεσταμένος η ζεσταμένη το ζεσταμένο
      γενική του ζεσταμένου της ζεσταμένης του ζεσταμένου
    αιτιατική τον ζεσταμένο τη ζεσταμένη το ζεσταμένο
     κλητική ζεσταμένε ζεσταμένη ζεσταμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζεσταμένοι οι ζεσταμένες τα ζεσταμένα
      γενική των ζεσταμένων των ζεσταμένων των ζεσταμένων
    αιτιατική τους ζεσταμένους τις ζεσταμένες τα ζεσταμένα
     κλητική ζεσταμένοι ζεσταμένες ζεσταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεσταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζεσταίνω, ζεσταίνομαι

ζεσταμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ζεσταίνομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία