heated
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | heated |
συγκριτικός | more heated |
υπερθετικός | most heated |
heated (en)
- θυμώνω, για ένα άτομο ή μια συζήτηση που είναι γεμάτη θυμό και ενθουσιασμό
- ⮡ I don’t understand why my answer got him so heated.
- Δεν ξέρω γιατί η απάντησή μου τον θύμωσε τόσο πολύ.
- ⮡ I got terribly heated when I heard it.
- Θύμωσα φοβερά όταν τ' άκουσα.
- ⮡ I don’t understand why my answer got him so heated.
- θερμαινόμενος, θερμασμένος, ζεσταμένος, που θερμαίνεται με θερμάστρα
- ⮡ I swam in the heated pool.
- Κολύμπησα στην θερμαινόμενη πισίνα.
- ⮡ I swam in the heated pool.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαheated (en)