Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός heated
συγκριτικός more heated
υπερθετικός most heated

heated (en)

  1. θυμώνω, για ένα άτομο ή μια συζήτηση που είναι γεμάτη θυμό και ενθουσιασμό
    ⮡  I don’t understand why my answer got him so heated.
    Δεν ξέρω γιατί η απάντησή μου τον θύμωσε τόσο πολύ.
    ⮡  I got terribly heated when I heard it.
    Θύμωσα φοβερά όταν τ' άκουσα.
  2. θερμαινόμενος, θερμασμένος, ζεσταμένος, που θερμαίνεται με θερμάστρα
    ⮡  I swam in the heated pool.
    Κολύμπησα στην θερμαινόμενη πισίνα.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

heated (en)