ΔΦΑ : /hi:t/
 

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
heat heats

heat (en)

  1. (φυσική) θερμότητα, θερμική ενέργεια
    παράδειγμα  this furnace puts out 5000 BTUs of heat - λείπει η μετάφραση
  2. ζέστη
    παράδειγμα  Stay out of the heat of the sun! - λείπει η μετάφραση
    • καύσωνας
      παράδειγμα  heat wave - κύμα καύσωνος' - λείπει η μετάφραση
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως ενικός) η φωτιά, το επίπεδο της θερμοκρασίας
    παράδειγμα  I am cooking the food on low/on high heat.
    Ψήνω το φαΐ σε χαμηλή/σε δυνατή φωτιά.
  4. το ουσιαστικό ενός καρυκεύματος που καίει
    παράδειγμα  the chili sauce gave the dish heat
  5. ένταση, ιδιαίτερα συναισθηματική, ζέση
    παράδειγμα  it's easy to make bad decisions in the heat of the moment
  6. σεξουαλική έξαψη, κάψα
    παράδειγμα  the male canines were attracted by the female in heat
  7. υπερβολική προσοχή, επιτήρηση
    παράδειγμα  The heat from her family after her DUI arrest was unbearable.
  8. (αθλητισμός) προκριματική κούρσα
    παράδειγμα  the runner had high hopes, but was out of contention after the first heat

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας heat
γ΄ ενικό ενεστώτα heats
αόριστος heated
παθητική μετοχή heated
ενεργητική μετοχή heating

heat (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) θερμαίνω, ζεσταίνω
    παράδειγμα  I’ll heat the water for a bath.
    Θα ζεστάνω το νερό για μπάνιο.
    παράδειγμα  The house is heated by coal.
    Το σπίτι ζεσταίνεται με κάρβουνο.
  2. (μεταφορικά) ανάβω, ερεθίζω (σεξουαλικά)
    παράδειγμα  The massage heated her up.

Παράγωγα

επεξεργασία