Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θερμαίνω < θερμός + -αίνω (< θέρω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰer-mo-[1] < *gʷʰer- (θερμός, ζεστός)

θερμαίνω, αόρ.: θέρμανα, παθ.φωνή: θερμαίνομαι, π.αόρ.: θερμάνθηκα, μτχ.π.π.: θερμασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.