Ετυμολογία

επεξεργασία

θερμαίνω, αόρ.: θέρμανα, παθ.φωνή: θερμαίνομαι, π.αόρ.: θερμάνθηκα, μτχ.π.π.: θερμασμένος

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.