↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμαντικός η θερμαντική το θερμαντικό
      γενική του θερμαντικού της θερμαντικής του θερμαντικού
    αιτιατική τον θερμαντικό τη θερμαντική το θερμαντικό
     κλητική θερμαντικέ θερμαντική θερμαντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμαντικοί οι θερμαντικές τα θερμαντικά
      γενική των θερμαντικών των θερμαντικών των θερμαντικών
    αιτιατική τους θερμαντικούς τις θερμαντικές τα θερμαντικά
     κλητική θερμαντικοί θερμαντικές θερμαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμαντικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θερμαντικός

  Επίθετο

επεξεργασία

θερμαντικός

  1. που παράγει θερμότητα
     συνώνυμα: θερμογόνος, θερμικός, θερμοπαραγωγός
  2. που παράγει θερμίδες
     συνώνυμα: θερμιδογόνος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική θερμαντικός θερμαντική τὸ θερμαντικόν
      γενική τοῦ θερμαντικοῦ τῆς θερμαντικῆς τοῦ θερμαντικοῦ
      δοτική τῷ θερμαντικ τῇ θερμαντικ τῷ θερμαντικ
    αιτιατική τὸν θερμαντικόν τὴν θερμαντικήν τὸ θερμαντικόν
     κλητική ! θερμαντικέ θερμαντική θερμαντικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ θερμαντικοί αἱ θερμαντικαί τὰ θερμαντικᾰ́
      γενική τῶν θερμαντικῶν τῶν θερμαντικῶν τῶν θερμαντικῶν
      δοτική τοῖς θερμαντικοῖς ταῖς θερμαντικαῖς τοῖς θερμαντικοῖς
    αιτιατική τοὺς θερμαντικούς τὰς θερμαντικᾱ́ς τὰ θερμαντικᾰ́
     κλητική ! θερμαντικοί θερμαντικαί θερμαντικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θερμαντικώ τὼ θερμαντικᾱ́ τὼ θερμαντικώ
      γεν-δοτ τοῖν θερμαντικοῖν τοῖν θερμαντικαῖν τοῖν θερμαντικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμαντικός < θερμαίνω, θερμαν- + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

θερμαντικός, -ή, -όν

  1. που παράγει θερμότητα
  2. που μπορεί να θερμάνει

Αντώνυμα

επεξεργασία