θερμαντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμαντικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θερμαντικός
- που παράγει θερμίδες < & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική calorifique [1]
Επίθετο
επεξεργασίαθερμαντικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θερμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία θερμαντικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θερμαντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθερμαντικός, -ή, -όν
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θερμαντικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θερμαντικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.