θερμαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμαστής < θερμαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθερμαστής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο υπεύθυνος για τη σωστή λειτουργία του ατμολέβητα σε ατμομηχανή (ατμόπλοιο, τραίνο κ.λπ.)
- "Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τσιμπουτί..." (Νίκος Καββαδίας)