ατμόπλοιο
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ατμόπλοιο | τα | ατμόπλοια |
γενική | του | ατμόπλοιου & ατμοπλοίου |
των | ατμόπλοιων & ατμοπλοίων |
αιτιατική | το | ατμόπλοιο | τα | ατμόπλοια |
κλητική | ατμόπλοιο | ατμόπλοια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ατμόπλοιο < ατμό- + πλοῖο(ν), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική steamship[1]
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ατμόπλοιο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) πλοίο του οποίου οι κινητήρες χρησιμοποιούν την πίεση του ατμού
Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
ατμόπλοιο
|
Επεξεργασία
- ↑ ατμόπλοιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.