ατμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ατμός | οι | ατμοί |
γενική | του | ατμού | των | ατμών |
αιτιατική | τον | ατμό | τους | ατμούς |
κλητική | ατμέ | ατμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ατμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτμός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈtmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ατμός αρσενικό
- νερό ή άλλο υγρό σε αέρια μορφή, προϊόν εξάτμισης ή βρασμού, που για νερό γίνεται σε θερμοκρασίες πέρα από τους 100οC
Εκφράσεις
επεξεργασία- γίνομαι /έγινε ατμός (για κάτι που χάθηκε, εξαφανίστηκε, ματαιώθηκε
- → δείτε και την έκφραση γίνομαι καπνός, έγινε καπνός
- υπ' ατμόν
Σύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατμός