ατμόιππος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ατμόιππος < (ατμός) ατμό- + ίππος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cheval-vapeur) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατμόιππος αρσενικό
- (φυσική) μονάδα μέτρησης για την ισχύ μιας ατμομηχανής
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ατμόιππος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ατμόιππος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας