Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατμήλατος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ατμήλατ
ος
η
ατμήλατ
η
το
ατμήλατ
ο
γενική
του
ατμήλατ
ου
της
ατμήλατ
ης
του
ατμήλατ
ου
αιτιατική
τον
ατμήλατ
ο
την
ατμήλατ
η
το
ατμήλατ
ο
κλητική
ατμήλατ
ε
ατμήλατ
η
ατμήλατ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ατμήλατ
οι
οι
ατμήλατ
ες
τα
ατμήλατ
α
γενική
των
ατμήλατ
ων
των
ατμήλατ
ων
των
ατμήλατ
ων
αιτιατική
τους
ατμήλατ
ους
τις
ατμήλατ
ες
τα
ατμήλατ
α
κλητική
ατμήλατ
οι
ατμήλατ
ες
ατμήλατ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατμήλατος
<
ατμ-
(<
ατμ(ός)
) +
-ήλατος
(<
ἐλαύνω
)
Επίθετο
επεξεργασία
ατμήλατος, -η, -ο
(
λόγιο
) που κινείται με την ενέργεια του
ατμό
Συνώνυμα
επεξεργασία
ατμήρης
ατμοκίνητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατμήλατος
→
δείτε
τη λέξη
ατμοκίνητος