Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ατμόλουτρο τα ατμόλουτρα
      γενική του ατμόλουτρου των ατμόλουτρων
    αιτιατική το ατμόλουτρο τα ατμόλουτρα
     κλητική ατμόλουτρο ατμόλουτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατμόλουτρο < ατμό- + λουτρό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατμόλουτρο ουδέτερο

  • λουτρό με καυτό ατμό. Χρησιμοποιείται & για θεραπεία λόγω της επιρροής του ατμού στο σώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία