λουτρό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουτρό | τα | λουτρά |
γενική | του | λουτρού | των | λουτρών |
αιτιατική | το | λουτρό | τα | λουτρά |
κλητική | λουτρό | λουτρά | ||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λουτρό < αρχαία ελληνική λουτρόν[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /luˈtɾo/
- συλλαβισμός : λου‐τρό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λουτρό ουδέτερο
- μπάνιο
- ο χώρος του σπιτιού που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο του προσώπου και του σώματος
- (παρωχημένο) το πλύσιμο του σώματος
- βάπτισμα, βύθισμα αντικειμένων σε ειδικά υγρά προκειμένου να υποστούν κάποια χημική ή άλλου είδους επεξεργασία
- βύθισμα του σώματος σε ειδικό υλικό (άμμο, λάσπη, ιαματικό νερό κλπ) για θεραπευτικούς σκοπούς
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (μένω / αφήνω κλπ) στα κρύα του λουτρού
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λουτρό
Επεξεργασία
- ↑ «λουτρό» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.