Ετυμολογία

επεξεργασία
υπ' ατμόν < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑπ' & αιτιατική ενικού ἀτμόν του ἀτμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική under steam[1] (η φράση, για τα ατμόπλοια, που η πίεση του ατμού τους έπρεπε να είναι σ' ένα υψηλό σημείο λίγο πριν την αναχώρησή τους)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ip‿aˈtmon/

  Έκφραση

επεξεργασία

υπ' ατμόν αρσενικό

  • (έτοιμος) προς αναχώρηση, σε ετοιμότητα
    ※  Είμαστε υποχρεωμένοι να απαντούμε και να βρισκόμαστε σε κίνηση και υπ' ατμόν διαρκώς;
    Αλέκος Φασιανός, Το μάτι του ζωγράφου, εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση, σελ. 81

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. ατμός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)