ἀτμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀτμός | οἱ | ἀτμοί |
γενική | τοῦ | ἀτμοῦ | τῶν | ἀτμῶν |
δοτική | τῷ | ἀτμῷ | τοῖς | ἀτμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀτμόν | τοὺς | ἀτμούς |
κλητική ὦ! | ἀτμέ | ἀτμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀτμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀτμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀτμός < *ἀϜε-τμός < → λείπει η ετυμολογία πιθανόν ἄημι → δείτε ἀτμός στο αγγλικό Βικιλεξικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀτμός αρσενικό
- αναθυμίαση, ατμός, άχνισμα
- η κάπνα από το κρέας όταν μαγειρεύεται
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ἀτμο-, ἀτμι-
ἀτμο-, ἀτμι-
παράγωγα και σύνθετα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀτμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀτμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.