Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀτμός < ἄω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀτμός αρσενικό

  1. αναθυμίαση, ατμός, άχνισμα
    • οἱ δὲ μετὰ σταλαγμῶν καὶ ἀτμίζοντες (ιδρώτες), ἀγαθοί. : οι ιδρώτες που σχηματίζουν σταγόνες και ατμούς, είναι καλοί (Ιπποκρ. Προγνωστικόν)
    • βωμὸς ἀτμίζων πυρί
  2. η κάπνα από το κρέας όταν μαγειρεύεται


Συγγενικά επεξεργασία