Δείτε επίσης: ατμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀτμός οἱ ἀτμοί
      γενική τοῦ ἀτμοῦ τῶν ἀτμῶν
      δοτική τῷ ἀτμ τοῖς ἀτμοῖς
    αιτιατική τὸν ἀτμόν τοὺς ἀτμούς
     κλητική ! ἀτμέ ἀτμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀτμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀτμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀτμός < *ἀϜε-τμός < λείπει η ετυμολογία πιθανόν ἄημι → δείτε  ἀτμός στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀτμός αρσενικό

  1. αναθυμίαση, ατμός, άχνισμα
  2. η κάπνα από το κρέας όταν μαγειρεύεται

Παράγωγα

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
ἀτμο-, ἀτμι- 

παράγωγα και σύνθετα

Δείτε επίσης

επεξεργασία