Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάπνα οι κάπνες
      γενική της κάπνας
    αιτιατική την κάπνα τις κάπνες
     κλητική κάπνα κάπνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάπνα < (αναδρομικός σχηματισμός) καπν(ίζω) + [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.pna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐πνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάπνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία