Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπνίζω < αρχαία ελληνική καπνός

Σημειώσεις επεξεργασία

Η αρχική σημασία ήταν προκαλώ καπνό. Η σημερινή σημασία "εισπνέω καπνό" προήλθε από την απόδοση ξένων όρων, π.χ. (αγγλικά) smoke, (γαλλικά) fumer.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈpni.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

 
φλεγόμενο δάσος που καπνίζει
 
τσιγάρο που καίγεται και καπνίζει

καπνίζω

  • (για καύσιμη ύλη που καίγεται ή για το χώρο όπου καίγεται) βγάζω, αναδίδω καπνό
καπνίζουν τα ξύλα / οι καμινάδες
μπορείτε να κοιτάξετε την έκλειψη του ήλιου καπνίζοντας ένα γυαλί

Εκφράσεις επεξεργασία

  • καπνίζει αρειμανίως / σα φουγάρο: καπνίζει πάρα πολύ
  • μου κάπνισε: μου ήρθε κι έκανα μια ξαφνική, απερίσκεπτη ενέργεια

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπνίζω < καπνός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπνίζω