τσιγάρο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιγάρο | τα | τσιγάρα |
γενική | του | τσιγάρου | των | τσιγάρων |
αιτιατική | το | τσιγάρο | τα | τσιγάρα |
κλητική | τσιγάρο | τσιγάρα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
μη αναμμένο τσιγάρο φίλτρου
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τσιγάρο ουδέτερο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αποτσίγαρο
- ατσιγαρία
- ατσίγαρος
- τσιγαράδικο
- τσιγαράκι
- τσιγαριλίκι / τσιγαρλίκι
- τσιγαροθήκη
- τσιγαρόχαρτο