Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιγαροθήκη οι τσιγαροθήκες
      γενική της τσιγαροθήκης των τσιγαροθηκών
    αιτιατική την τσιγαροθήκη τις τσιγαροθήκες
     κλητική τσιγαροθήκη τσιγαροθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τσιγαροθήκη.

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιγαροθήκη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σιγαροθήκη με τροπή [s] > [ts] κατά το τσιγάρ(ο) + -ο- + -θήκη [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡si.ɣa.ɾoˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐γα‐ρο‐θή‐κη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιγαροθήκη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία