ταμπακιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταμπακιέρα | οι | ταμπακιέρες |
γενική | της | ταμπακιέρας | — | |
αιτιατική | την | ταμπακιέρα | τις | ταμπακιέρες |
κλητική | ταμπακιέρα | ταμπακιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταμπακιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tabacchiera (tabacco: καπνός) < παλαιά γαλλική tabaquière.[1] Αναλύεται μορφολογικά σε ταμπάκ(ος) + -ιέρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ta.baˈce.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐μπα‐κιέ‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταμπακιέρα θηλυκό
- μικρή μεταλλική ή δερμάτινη θήκη για τσιγάρα, τσιγαροθήκη
- σακουλάκι ή τσιγαροθήκη για την εύχρηστη μεταφορά καπνού
- (μεταφορικά) το κυρίως θέμα, το πιο ουσιώδες σε μια συζήτηση
- ↪ Είπαμε για όλα τα άλλα αλλά για την ταμπακιέρα τίποτε.
- (προφορικό, επαγγελματική αργκό) θήκη για βίδες, καρφιά κ.λπ., είτε ξεχωριστή είτε ως μέρος εργαλειοθήκης(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Θήκη για καπνό:
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ταμπάκο
Εκφράσεις επεξεργασία
- για την ταμπακιέρα (ουδείς λόγος/τίποτα/κουβέντα): για το φλέγον/ουσιώδες/επίμαχο ζήτημα/θέμα ([δεν ειπώθηκε] ουδείς λόγος/τίποτα/κουβέντα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταμπακιέρα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ταμπακιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας