cigarette
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cigarette | cigarettes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcigarette (en)
- το τσιγάρο
- ⮡ He limited himself to 5 cigarettes a day.
- Περιορίστηκε σε 5 τσιγάρα την ημέρα.
- ⮡ He limited himself to 5 cigarettes a day.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcigarette (fr)
- το τσιγάρο