σακουλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σακουλάκι | τα | σακουλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σακουλάκι | τα | σακουλάκια |
κλητική | σακουλάκι | σακουλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σακουλάκι < σακούλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασακουλάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σακούλα
σακουλάκι
|