εργαλειοθήκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εργαλειοθήκη < ελληνιστική κοινή ἐργαλειοθήκη.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε εργαλεί(ο) + -ο- + -θήκη
Ουσιαστικό επεξεργασία
εργαλειοθήκη θηλυκό
- (εργαλείο) πλαστική ή μεταλλική θήκη για τη φύλαξη και μεταφορά εργαλείων χειρός όπως κλειδιά, κατσαβίδια, πένσες κλπ.
- (πληροφορική) toolbar: σειρά εικονιδίων το καθένα από τα οποία ενεργοποιεί κάποια λειτουργία όταν κάποιος κάνει κλικ πάνω του
- → δείτε τη λέξη γραμμή εργαλείων, μπάρα εργαλείων
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Εργαλειοθήκη, εικόνες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις επεξεργασία
εργαλειοθήκη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εργαλειοθήκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας