Δείτε επίσης: ἐργαλειοθήκη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργαλειοθήκη οι εργαλειοθήκες
      γενική της εργαλειοθήκης των εργαλειοθηκών
    αιτιατική την εργαλειοθήκη τις εργαλειοθήκες
     κλητική εργαλειοθήκη εργαλειοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
εργαλειοθήκη με δίσκο για μικρά αντικείμενα

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργαλειοθήκη < ελληνιστική κοινή ἐργαλειοθήκη.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε εργαλεί(ο) + -ο- + -θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εργαλειοθήκη θηλυκό

  1. (εργαλείο) πλαστική ή μεταλλική θήκη για τη φύλαξη και μεταφορά εργαλείων χειρός όπως κλειδιά, κατσαβίδια, πένσες κλπ.
  2. (πληροφορική) toolbar: σειρά εικονιδίων το καθένα από τα οποία ενεργοποιεί κάποια λειτουργία όταν κάποιος κάνει κλικ πάνω του
    → δείτε τη λέξη γραμμή εργαλείων, μπάρα εργαλείων

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία