A toolbox

  Ετυμολογία

επεξεργασία
toolbox < tool + box

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtuːlˌbɑks/ (αμερικανικό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
toolbox toolboxes

toolbox (en)

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • toolbox στην αγγλική Βικιπαίδεια  
  • Toolboxes, εικόνες στα Wikimedia Commons