boîte
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
boîte | boîtes |
boîte (fr) θηλυκό
- κουτί
- (γενικότερα) ένα δοχείο που διαθέτει καπάκι
Άλλες γραφές
επεξεργασία- boite (ορθογραφία του 1990)
Δείτε επίσης : boite |
ενικός | πληθυντικός |
boîte | boîtes |
boîte (fr) θηλυκό