επίμαχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επίμαχος | η | επίμαχη | το | επίμαχο |
γενική | του | επίμαχου | της | επίμαχης | του | επίμαχου |
αιτιατική | τον | επίμαχο | την | επίμαχη | το | επίμαχο |
κλητική | επίμαχε | επίμαχη | επίμαχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επίμαχοι | οι | επίμαχες | τα | επίμαχα |
γενική | των | επίμαχων | των | επίμαχων | των | επίμαχων |
αιτιατική | τους | επίμαχους | τις | επίμαχες | τα | επίμαχα |
κλητική | επίμαχοι | επίμαχες | επίμαχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίμαχος < (ελληνιστική κοινή) ἐπίμαχος
Επίθετο επεξεργασία
επίμαχος, -η, -ο
- που αφορά ζήτημα που θεωρείται πρόβλημα και συνήθως δεν υπάρχει μία άποψη επί αυτού/για αυτό
- που γίνεται το επίκεντρο ζήτησης
- το επίμαχο θέμα συζήτησης σήμερα αφορά...
- που αποτελεί θέμα αμφισβήτησης
- που γίνεται αντικείμενο του πόθου, ανταγωνισμού ή αντιπαράθεσης
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίμαχος
|