débat
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
débat | débats |
débat (fr) αρσενικό
- η συζήτηση
- (συνεκδοχικά) η επιχειρηματολογία
- (μεταφορικά) ενδόμυχη ψυχολογική διαμάχη, συζήτηση
- (στον πληθυντικό) συζήτηση στη βουλή
- μέρος μιας δίκης που περιλαμβάνει την έκθεση των απόψεων του δικηγόρου, του εισαγγελέα, καθώς και των μαρτύρων