πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δικηγόρος οι δικηγόροι
      γενική του/της δικηγόρου των δικηγόρων
    αιτιατική τον/τη δικηγόρο τους/τις δικηγόρους
     κλητική δικηγόρε δικηγόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δικηγόρος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & δικηγορίνα)

  1. (νομικός όρος, επάγγελμα) νομικός που αναλαμβάνει να υπερασπιστεί ή να χειριστεί τα συμφέροντα κάποιου πελάτη του σε δικαστήριο ή όπου αλλού χρειάζεται, να δώσει νομικές συμβουλές κ.λπ.
  2. (κατ’ επέκταση) κάποιος που αυτόκλητος παρεμβαίνει προς υποστήριξη κάποιου ή κάποιας άποψης

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία