avocat
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΡουμανικά (ro)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
avocat (ro) αρσενικό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του avocat
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un avocat | avocatul | nişte avocați | avocațiilor |
γενική | a unui avocat | avocatului | a unor avocați | avocațiilor |
δοτική | a unui avocat | avocatului | a unor avocați | avocațiilor |
αιτιατική | un avocat | avocatul | nişte avocați | avocațiilor |
κλητική | — | - | — | - |