αβοκάντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αβοκάντο < άμεσο δάνειο από την αγγλική avocado < ισπανική aguacate < νάουατλ ahuacatl[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.voˈka.do/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βο‐κά‐ντο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αβοκάντο ουδέτερο άκλιτο
- (δέντρο) αειθαλές δέντρο (λατινικό όνομα Persea americana) που ευδοκιμεί στην Κεντρική Αμερική, με ωοειδή ή ελλειψοειδή φύλλα και εδώδιμους καρπούς
- (φρούτο) ο καρπός του παραπάνω δέντρου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- (λαϊκότροπο) κλιτό
- ※ Το χρυσό βραβείο στον Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό Καινοτόμων Προϊόντων Διατροφής ECOTROPHELIA 2017 απέσπασε η ομάδα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Η ελληνική ομάδα, που προέρχεται από τη Σχολή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ, παρουσίασε το προϊόν «AVOYOG Smoothie Beverage», ένα λειτουργικό ρόφημα αβοκάντου και ορού στραγγιστού γιαουρτιού με πρεβιοτικά και αντιοξειδωτικά. (* εφημερίδα Καθημερινή)
- Τοποθετήστε τα αβοκάντα σας σε ένα μπολ μαζί με ένα κρεμμύδι. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αβοκάντο
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αβοκάντο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)