Kλαδί του αβοκάντο με ανώριμο καρπό.
 
Ένα αβοκάντο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβοκάντο < άμεσο δάνειο από την αγγλική avocado < ισπανική aguacate < νάουατλ ahuacatl

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.voˈka.do/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βο‐κά‐ντο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβοκάντο ουδέτερο άκλιτο

  1. (δέντρο) αειθαλές δέντρο (λατινικό όνομα Persea americana) που ευδοκιμεί στην Κεντρική Αμερική, με ωοειδή ή ελλειψοειδή φύλλα και εδώδιμους καρπούς
  2. (φρούτο) ο καρπός του παραπάνω δέντρου

Δείτε επίσης

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβοκάντο τα αβοκάντα
      γενική του αβοκάντου των αβοκάντων
    αιτιατική το αβοκάντο τα αβοκάντα
     κλητική αβοκάντο αβοκάντα
Κανονικά, άκλιτο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • (λαϊκότροπο) κλιτό
    ※  Το χρυσό βραβείο στον Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό Καινοτόμων Προϊόντων Διατροφής ECOTROPHELIA 2017 απέσπασε η ομάδα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Η ελληνική ομάδα, που προέρχεται από τη Σχολή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ, παρουσίασε το προϊόν «AVOYOG Smoothie Beverage», ένα λειτουργικό ρόφημα αβοκάντου και ορού στραγγιστού γιαουρτιού με πρεβιοτικά και αντιοξειδωτικά. (* εφημερίδα Καθημερινή)
    • Τοποθετήστε τα αβοκάντα σας σε ένα μπολ μαζί με ένα κρεμμύδι. (*)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία