Kλαδί του αβοκάντο με ανώριμο καρπό.
Ένα αβοκάντο.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβοκάντο ουδέτερο άκλιτο

  1. (δέντρο) αειθαλές δέντρο (λατινικό όνομα Persea americana) που ευδοκιμεί στην Κεντρική Αμερική, με ωοειδή ή ελλειψοειδή φύλλα και εδώδιμους καρπούς
  2. (φρούτο) ο καρπός του παραπάνω δέντρου

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • (λαϊκότροπο) κλιτό
      Το χρυσό βραβείο στον Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό Καινοτόμων Προϊόντων Διατροφής ECOTROPHELIA 2017 απέσπασε η ομάδα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Η ελληνική ομάδα, που προέρχεται από τη Σχολή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ, παρουσίασε το προϊόν «AVOYOG Smoothie Beverage», ένα λειτουργικό ρόφημα αβοκάντου και ορού στραγγιστού γιαουρτιού με πρεβιοτικά και αντιοξειδωτικά. (* εφημερίδα Καθημερινή)
    • Τοποθετήστε τα αβοκάντα σας σε ένα μπολ μαζί με ένα κρεμμύδι. (*)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβοκάντο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)