Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δικηγορικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δικηγορικ
ός
η
δικηγορικ
ή
το
δικηγορικ
ό
γενική
του
δικηγορικ
ού
της
δικηγορικ
ής
του
δικηγορικ
ού
αιτιατική
τον
δικηγορικ
ό
τη
δικηγορικ
ή
το
δικηγορικ
ό
κλητική
δικηγορικ
έ
δικηγορικ
ή
δικηγορικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δικηγορικ
οί
οι
δικηγορικ
ές
τα
δικηγορικ
ά
γενική
των
δικηγορικ
ών
των
δικηγορικ
ών
των
δικηγορικ
ών
αιτιατική
τους
δικηγορικ
ούς
τις
δικηγορικ
ές
τα
δικηγορικ
ά
κλητική
δικηγορικ
οί
δικηγορικ
ές
δικηγορικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δικηγορικός
<
δικηγόρος
/
δικηγορία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
δικηγορικός
που έχει σχέση με τον
δικηγόρο
ή τη
δικηγορία
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
δικηγόρος
,
δίκη
και
αγορά
Δείτε επίσης
επεξεργασία
δικηγορίστικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δικηγορικός