Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικηγορώ < μεσαιωνική ελληνική δικηγορώ < δικήγορος < δίκη (< αρχαία ελληνική δίκη) + -ήγορος (< αρχαία ελληνική ἀγορεύω)

  Ρήμα επεξεργασία

δικηγορώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία