μεγαλοδικηγόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλοδικηγόρος αρσενικό
- (οικείο) φημισμένος δικηγόρος που αναλαμβάνει πολύκροτες ή / και δύσκολες υποθέσεις με επιτυχία και αμείβεται με υψηλή αμοιβή
μεγαλοδικηγόρος αρσενικό