Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δικηγορίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δικηγορίν
α
οι
δικηγορίν
ες
γενική
της
δικηγορίν
ας
των
δικηγορίν
ων
αιτιατική
τη
δικηγορίν
α
τις
δικηγορίν
ες
κλητική
δικηγορίν
α
δικηγορίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δικηγορίνα
<
δικηγόρος
+ κατάληξη θηλυκού
-ίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δικηγορίνα
θηλυκό
(
προφορικό
,
επάγγελμα
)
γυναίκα
δικηγόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δικηγορίνα
γαλλικά
:
avocate
(fr)
γερμανικά
:
Rechtsanwältin
(de)
εσπεράντο
:
advokatino
(eo)