• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δικηγορίνα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικηγορίνα οι δικηγορίνες
      γενική της δικηγορίνας των δικηγορίνων
    αιτιατική τη δικηγορίνα τις δικηγορίνες
     κλητική δικηγορίνα δικηγορίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δικηγορίνα < δικηγόρος + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δικηγορίνα θηλυκό

  • (προφορικό, επάγγελμα) γυναίκα δικηγόρος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δικηγορίνα
  • γαλλικά : avocate (fr)
  • γερμανικά : Rechtsanwältin (de)
  • εσπεράντο : advokatino (eo)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δικηγορίνα&oldid=7124102"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:46

Γλώσσες

    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:46.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας